ὑπενδιδοῦσα

ὑπενδιδοῦσα
ὑπενδίδωμι
give way a little
pres part act fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποχαλώ — άω, ΜΑ χαλαρώνω κάτι λίγο («τὰ νεῡρα ὑποχαλᾱται τοῑς κάμνουσι», Ευστ.) μσν. μτφ. υποχωρώ, ενδίδω αρχ. 1. παύω, σταματώ («ἕστηκε δὲ ἀνὴρ αὐλῶν τεχνίτης, καὶ ὃς ὅτι μάλιστα πειρᾱται τοῡ μέλους ὑποχαλᾱν», Αιλ.) 2. (αμτβ.) χαλαρώνω λίγο («κεραία μὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”